Οασίτης

Οασίτης
Ὀασίτης, ὁ θηλ. Ὀασῑτις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
κάτοικος τής Οάσεως, πόλης στη Λιβυκή έρημο
2. ως επίθ. αυτός που περιέχει όαση ή οάσεις («Νομὸς ὀασίτης», Στέφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄασις + επίθημα -ίτης (πρβλ. θαμν-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οασιτικός — ὀασιτικός, ή, όν (Α) [οασίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οασίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”